- ηλεκτρικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ηλεκτρισμό («ηλεκτρικός αγωγός»)2. αυτός που προκαλείται ή παράγεται από το ηλεκτρικό ρεύμα, από τον ηλεκτρισμό («ηλεκτρικό φως»)3. αυτός που παράγει ηλεκτρισμό («ηλεκτρική μηχανή»)4. αυτός που κινείται ή λειτουργεί με ηλεκτρισμό («ηλεκτρικό κουδούνι»)5. το ουδ. ως ουσ. το ηλεκτρικότο ηλεκτρικό φως6. το αρσ. ως ουσ. ο ηλεκτρικόςο ηλεκτροκινούμενος σιδηρόδρομος Πειραιά-Κηφισιάς7. φρ. α) «ηλεκτρικό ρεύμα» — ονομασία τής κινήσεως τών ηλεκτρικών φορτίωνβ) «ηλεκτρικό κύκλωμα» — σύνολο από αγώγιμα σώματα που αποτελούν σύστημα διά μέσου τού οποίου διέρχεται ηλεκτρικό ρεύμαγ) «ηλεκτρικό πεδίο» — η περιοχή τού χώρου μέσα στην οποία, όταν βρεθεί ένα ηλεκτρικό φορτίο, δέχεται δυνάμειςδ) «ηλεκτρική εγκατάσταση» — σύνολο συστημάτων παραγωγής, μετασχηματισμού, υποδοχής, διανομής και εκμεταλλεύσεως ηλεκτρικής ενέργειας, μέσα στα όρια ενός συγκεκριμένου χώρου καταναλώσεως (π.χ. κτήριο, πλοίο κ.λπ.). Επιρρ. ηλεκτρικώς και -άμε ηλεκτρικό τρόπο, με ηλεκτρισμό, με την επίδραση ηλεκτρισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. electrique, αγγλ. electric, γερμ. elektrisch < ήλεκτρον. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Νικηφόρο Θεοτόκη].
Dictionary of Greek. 2013.